περί-φρων

  • 1περίφρων — ο, η, ΜΑ συνετός, φρόνιμος αρχ. 1. δόλιος, πανούργος 2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 2λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 3κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …

    Dictionary of Greek