περί-πυστος

  • 1περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] …

    Dictionary of Greek