περίχολος
1περίχολος — full of bile masc/fem nom sg …
2περίχολος — ον, Α γεμάτος χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά χολος)] …
3περίχολον — περίχολος full of bile masc/fem acc sg περίχολος full of bile neut nom/voc/acc sg …
4περίχολα — περίχολος full of bile neut nom/voc/acc pl …
5περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …
6χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …