περίπλοος

  • 1περίπλοον — περίπλοος sailing round masc acc sg περίπλους masc/fem acc sg περίπλους neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… …

    Dictionary of Greek