περίζωμα
1περίζωμα — girdle worn round the loins neut nom/voc/acc sg …
2περίζωμα — το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι] κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα νεοελλ. 1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο… …
3περίζωμα — το, ατος 1. φαρδιά ζώνη από πανί που περιτυλίγεται στη μέση, αλλιώς ζωνάρι, το. 2. στεφάνη ή ζώνη από διάφορα υλικά που περιζώνει οικοδόμημα, σκεύος, πλοίο κτλ., γείσο, διάζωμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περίζωμ' — περίζωμα , περίζωμα girdle worn round the loins neut nom/voc/acc sg περίζωμι , περιίζομαι sit round about pres subj act 1st sg (epic) περίζωμαι , περιίζομαι sit round about pres subj mp 1st sg …
5περιζώμασι — περίζωμα girdle worn round the loins neut dat pl …
6περιζώμασιν — περίζωμα girdle worn round the loins neut dat pl …
7περιζώματα — περίζωμα girdle worn round the loins neut nom/voc/acc pl …
8περιζώματι — περίζωμα girdle worn round the loins neut dat sg …
9περιζώματος — περίζωμα girdle worn round the loins neut gen sg …
10περιζωμάτιον — τὸ, Α [περίζωμα, ατος] μικρό περίζωμα …