Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περίεργος

  • 1 περίεργος

    [пэриэргос] εκ. любопытный, любознательный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περίεργος

  • 2 интересный

    интересный 1) ενδιαφέρων περίεργος (любопытный ) 2) (о внешности ) ευπαρουσίασ τος
    * * *
    1) ενδιαφέρων; περίεργος ( любопытный)
    2) ( о внешности) ευπαρουσίαστος

    Русско-греческий словарь > интересный

  • 3 любопытный

    Русско-греческий словарь > любопытный

  • 4 удивительный

    удивительный 1) θαύμαίσιος; εξαιρετικός, έκτακτος (исключительный ) 2) (странный) περίεργος, παράξενος; ничего \удивительныйого τίποτα το περίεργο
    * * *
    1) θαυμάσιος; εξαιρετικός, έκτακτος ( исключительный)
    2) ( странный) περίεργος, παράξενος

    ничего́ удиви́тельного — τίποτα το περίεργο

    Русско-греческий словарь > удивительный

  • 5 любопытный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. περίεργος, παράξενος•

    любопытный взгляд περίεργη ματιά.

    ουσ. ο παράξενος, ο περίεργος•

    собралась толпа -ых μαζεύτηκε πλήθος περίεργων.

    || φιλοπράγμονας, φιλοπερίεργος.
    2. ενδιαφέρων•

    -ая книга ενδιαφέρον βιβλίο•

    любопытный случай ενδιαφέρουσα περίπτοση.

    Большой русско-греческий словарь > любопытный

  • 6 любопытствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    είμαι περίεργος•

    я -ствую узнать είμαι περίεργος να μάθω.

    Большой русско-греческий словарь > любопытствовать

  • 7 интересный

    интерес||ный
    прил
    1. ἐνδιαφέρων/ περίεργος (любопытный)·
    2. (красивый) ἐλκυστικός, θελκτικός:
    \интересныйная внешность τό ἐλκυστικό παρουσιαστικό· ◊ быть в \интересныйном положении разг εἶμαι σέ ἐνδιαφέρουσα κατάσταση, εἶμαι ἔγ-κυος.

    Русско-новогреческий словарь > интересный

  • 8 полюбопытствовать

    полюбопытствовать
    сов εἶμαι περίεργος νά..., δείχνω (τήν) περιέργειαν.

    Русско-новогреческий словарь > полюбопытствовать

  • 9 странный

    стра́нн||ый
    прил παράξενος, ἀλλόκοτος, παράδοξος, περίεργος:
    \странныйый вид τό ἀλλόκοτο ὕφος· \странныйый человек ὁ παράξενος ἀνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > странный

  • 10 удивительиый

    удивительи||ый
    прил
    1. (странный) περίεργος, παράξενος:
    ничего́ \удивительиыйого τίποτε τό περίεργο·
    2. (чрезвычайный) καταπληκτικός, ἐξαίρετος:
    \удивительиыйое здоровье ἡ ἐξαιρετική ὑγεία.

    Русско-новогреческий словарь > удивительиый

  • 11 любопытный

    [λγιουμπαπύτνυϊ] εκ. περίεργος

    Русско-греческий новый словарь > любопытный

  • 12 нелюбопытный

    [νιλγιουμπαπύτνυΐ] εκ. μη περίεργος

    Русско-греческий новый словарь > нелюбопытный

  • 13 любопытный

    [λγιουμπαπύτνυϊ] επ περίεργος

    Русско-эллинский словарь > любопытный

  • 14 нелюбопытный

    [νιλγιουμπαπύτνυϊ] επ μη περίεργος

    Русско-эллинский словарь > нелюбопытный

  • 15 заморский

    επ.
    1. παλ. υπερπόντιος, ξένος, αλλοδαπός, ξενοφερμένος•

    -ие гости υπερπόντιοι φιλοξενούμενοι.

    || εξωτερικός•

    -ие товары εμπορεύματα εξωτερικού.

    2. παλ. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, περίεργος, παράξενος.

    Большой русско-греческий словарь > заморский

  • 16 испытующий

    επ.
    διαπεραστικός, προσεχτικός, περίεργος (για βλέμμα).

    Большой русско-греческий словарь > испытующий

  • 17 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 18 курьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    περίεργος, παράξενος, παράδοξος• αστείος, γελοίος.

    Большой русско-греческий словарь > курьёзный

  • 19 любопытно

    επίρ.
    1. περίεργα, παράξενα.
    2. με σημ. κατηγ. είναι περίεργο•

    ему было любопытно узнать, что будет дальше αυτός ήταν περίεργος να μάθει τι θα γίνει (συμβεί) παραπέρα.

    Большой русско-греческий словарь > любопытно

  • 20 мудрёный

    επ., βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. δυσνόητος, δυσκολοκατανόητος, δύσληπτος, δυσκατάληπτος• δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, αινιγματώδης•

    говорить -ым языком μιλώ με δυσκολονόητη γλώσσα.

    || πολύπλοκος, μπερδεμένος• πολυσύνθετος•

    мудрёный вензель πολύπλοκη μονογραφή•

    мудрёный узор πολύπλοκο σχέδιο.

    2. δυσεπίτευκτος, δυσκατόρθωτος• δύσκολος.
    3. περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος•

    мудрёный человек αλλόκοτος άνθρωπος•

    мудрёный характер παράξενος χαρακτήρας.

    εκφρ.
    что -ого, -ого нет – τίποτε το δυσκολονόητο; (απλό πράγμα).

    Большой русско-греческий словарь > мудрёный

См. также в других словарях:

  • περίεργος — taking needless trouble masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο 1. αυτός που εξετάζει, που ερευνά, ο λεπτολόγος, ο ερευνητικός: Είναι πολύ περίεργος στις μηχανές γενικά. 2. αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις: Είναι πολύ περίεργος· όταν ακούσει κάτι για τους άλλους, ζητά να μάθει. 3. παράξενος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιεργότερον — περίεργος taking needless trouble adverbial comp περίεργος taking needless trouble masc acc comp sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργοτέρων — περίεργος taking needless trouble fem gen comp pl περίεργος taking needless trouble masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργότατα — περίεργος taking needless trouble adverbial superl περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργότατον — περίεργος taking needless trouble masc acc superl sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέργως — περίεργος taking needless trouble adverbial περίεργος taking needless trouble masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίεργον — περίεργος taking needless trouble masc/fem acc sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργοτέροις — περίεργος taking needless trouble masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργοτέρους — περίεργος taking needless trouble masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»