περίβολος
1περίβολος — compassing masc/fem nom sg …
2περίβολος — ο / περίβολος, ον, ΝΜΑ [περιβάλλω] νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. 1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα 2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα 3. οχύρωμα γύρω …
3περίβολος — ο ο περικλεισμένος χώρος, ο φράχτης, μαντρότοιχος: Έξω από τον περίβολο του σπιτιού μου άλλοι ορίζουν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περίβολον — περίβολος compassing masc/fem acc sg περίβολος compassing neut nom/voc/acc sg …
5περιβόλοιν — περίβολος compassing masc/fem/neut gen/dat dual …
6περιβόλοις — περίβολος compassing masc/fem/neut dat pl …
7περιβόλοισι — περίβολος compassing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8περιβόλου — περίβολος compassing masc/fem/neut gen sg …
9περιβόλους — περίβολος compassing masc/fem acc pl …
10περιβόλων — περίβολος compassing masc/fem/neut gen pl …