περίβλεπτος
1περίβλεπτος — looked at from all sides masc/fem nom sg …
2περίβλεπτος — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., κάτ.). * * * η, ο / περίβλεπτος, ον, ΝΜΑ [περιβλέπω] 1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από… …
3περίβλεπτος — η, ο 1. αυτός που βλέπεται από παντού. 2. αυτός που θαυμάζεται απ όλους, περιφανής, έξοχος: Η κοινωνική του θέση είναι περίβλεπτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περιβλέπτως — περίβλεπτος looked at from all sides adverbial περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc pl (doric) …
5περίβλεπτον — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem acc sg περίβλεπτος looked at from all sides neut nom/voc/acc sg …
6περιβλεπτοτέρῳ — περίβλεπτος looked at from all sides masc/neut dat comp sg …
7περιβλεπτότατοι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc superl pl …
8περιβλεπτότατος — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom superl sg …
9περιβλεπτότεροι — περίβλεπτος looked at from all sides masc nom/voc comp pl …
10περιβλέπτοιν — περίβλεπτος looked at from all sides masc/fem/neut gen/dat dual …