πεπύκνωται
1πεπύκνωται — πυκνόω make close perf ind mp 3rd sg …
2μεμύκωται — μεκύκωται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πεπύκνωται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. μυκῶμαι*] …
3πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …