πεπτός
1πεπτός — ή, όν, Α [πέσσω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να χωνέψει 2. συνεκδ. ο μαγειρεμένος …
2πεπτά — πεπτός cooked neut nom/voc/acc pl πεπτά̱ , πεπτός cooked fem nom/voc/acc dual πεπτά̱ , πεπτός cooked fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3πεπτῶ — πεπτός cooked masc/neut gen sg (doric aeolic) …
4πεπτώς — πεπτός cooked masc acc pl (doric) πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act masc nom/voc sg (attic) πίπτω Exc. ex libris Herodiani perf part act masc nom/voc sg (attic) …
5εσχαρόπεπτος — ἐσχαρόπεπτος, ον (Α) αυτός που είναι ψημένος στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσχάρα + πεπτος (< πέσσω «χωνεύω ψήνω») πρβλ. ά πεπτος, δύσ πεπτος] …
6ημίπεπτος — ἡμίπεπτος, ον (Α) 1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος 2. μισοχωνεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά πεπτος, εύ πεπτος] …
7εύπεπτος — η, ο (Α εὔπεπτος, ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτος αρχ. 1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα 2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσ πεπτος] …
8ηλιόπεπτος — ἡλιόπεπτος, ον (Μ) αυτός που έχει ωριμάσει στον ήλιο («ἡλιόπεπτος σταφίς», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεπτος (< πέπτω «ωριμάζω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] …
9νεόπεπτος — νεόπεπτος, ον (Α) αυτός που ψήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πεπτος (< πέσσω «μαλακώνω κάτι ψήνοντάς το»), πρβλ. ηλιό πεπτος] …
10ταχύπεπτος — ον, Μ εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πεπτός (< πέσσω «μαγειρεύω, χωνεύω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] …