πεπνυμένος

  • 1πεπνυμένος — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 3πεπνυμένως — Α επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. τού πέπνυμαι*] …

    Dictionary of Greek

  • 4ρέζω — (I) και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α 1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ. β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ. γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.) 2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας… …

    Dictionary of Greek