πεπλανημένως
1πεπλανημένως — mistakenly indeclform (adverb) πλανάω cause to wander perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) …
2πεπλανημένως — Α επίρρ. 1. εσφαλμένα 2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλανῶμαι] …