πεπερασμένος
1πεπερασμένος — η, ο / πεπερασμένος, η, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο (φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου 3. φρ. α)… …
2πεπερασμένος — περαίνω bring to an end perf part mp masc nom sg …
3περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… …
4απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …
5ορίσμιος — ὁρίσμιος, ον (Α) [όρισμα] (σχετικά με αριθμό) πεπερασμένος …
6πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …
7περατοειδής — ές, Α ο περιορισμένος ως προς τη φύση του σε αντιδιαστολή με τον άπειρο, ο πεπερασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρας, ατος + ειδής*] …
8περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω …
9προπερασμένος — η, ο, Ν ο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. τού περαίνω*] …
10ράντα — (I) η, Ν 1. σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα 2. φρ. α) «πρόσκαιρη ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός τών καταβολών είναι πεπερασμένος β) «διηνεκής ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός καταβολών είναι… …
- 1
- 2