πεπειραμένος
21χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… …
22ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …
23Πικάρ, Oγκίστ — (Piccard, Βασιλεία 1884 – Λοζάνη 1962). Ελβετός μηχανικός, πρωτοπόρος στην εξερεύνηση της υψηλής ατμόσφαιρας και του θαλάσσιου βυθού. Πήρε το δίπλωμά του στη Βασιλεία, όπου και άρχισε να διδάσκει· αργότερα ανέλαβε έδρα στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης …
24έμπειρος — η, ο που έχει πείρα σε κάτι, που έχει μεγάλη πείρα, πεπειραμένος, εξασκημένος: Έμπειρος χειρουργός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)