πεπαλών
1πεπαλών — πάλλω poise aor part act masc nom sg (epic) …
2τεταγών — όντος, ὁ, Α (επικ. τ. μτχ. αορ. β με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τόν, τήν ή τό έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῑψε ποδὸς τεταγὼν» τόν έπιασε από το πόδι και τόν πέταξε, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με… …