πενέστης
1πενέστης — labourer masc nom sg …
2πενέστης — ο, ΝΑ 1. γεωργός, εργάτης 2. (ιδίως στον πληθ.) οι πενέστες ή πενέσται ονομασία με την οποία κατά την αρχαιότητα δήλωναν τον πληθυσμό που υπέταξαν οι Θεσσαλοί μετά την κάθοδό τους στη Θεσσαλία από τις αρχικές εστίες τους και οι οποίοι ήταν… …
3πενέσται — πενέστης labourer masc nom/voc pl πενέστᾱͅ , πενέστης labourer masc dat sg (doric aeolic) …
4πενεστέων — πενέστης labourer masc gen pl (epic ionic) …
5πενεστῶν — πενέστης labourer masc gen pl …
6πενέσταις — πενέστης labourer masc dat pl …
7πενέσταισι — πενέστης labourer masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8πενέστου — πενέστης labourer masc gen sg …
9πενέστῃ — πενέστης labourer masc dat sg (attic epic ionic) …
10πενέστας — πενέστᾱς , πενέστης labourer masc acc pl πενέστᾱς , πενέστης labourer masc nom sg (epic doric aeolic) …
- 1
- 2