πεντηκοστή

  • 51πεντηκοστεύομαι — Α [πεντηκοστή] 1. φορολογούμαι, επιβαρύνομαι με τον φόρο τής πεντηκοστής ή καταβάλλω τον φόρο τής πεντηκοστής 2. (για πράγμα) καταβάλλεται, πληρώνεται ο φόρος μου 3. α) (κατά τον Αρποκρ.) «τὴν πεντηκοστὴν πράττομαι» β) (κατά τον Φώτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 52πεντηκοστολόγος — ὁ, Α (στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο …

    Dictionary of Greek

  • 53πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 54πεντηκοστώνης — ὁ, Α ο ενοικιαστής τού φόρου τής πεντηκοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ ώνης] …

    Dictionary of Greek

  • 55πεντηκόσταρχος — ὁ, Α ο αρχηγός τής εταιρείας που εισέπραττε από την πολιτεία τον φόρο τής πεντηκοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + αρχος*] …

    Dictionary of Greek

  • 56πρωταλλαγάτωρ — ορος, ὁ, Μ Βυζαντινός αξιωματούχος στη βασιλική Αυλή ο οποίος κατείχε την πεντηκοστή τέταρτη τάξη στη σειρά τής αυλικής ιεραρχίας και διατελούσε υπό τις διαταγές τού πριμικηρίου …

    Dictionary of Greek

  • 57χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …

    Dictionary of Greek

  • 58ψυχοσάββατο — το, Ν το Σάββατο τής πρώτης εβδομάδας τών νηστειών, καθώς και το Σάββατο πριν από την πεντηκοστή, που είναι αφιερωμένα σε γενικό μνημόσυνο τών ψυχών τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + Σάββατο] …

    Dictionary of Greek

  • 59Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …

    Dictionary of Greek

  • 60Άγιοι Πάντες — I Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, για να περιλάβει στο εορτολόγιό της και όσους διακρίθηκαν ως χριστιανοί στα χρόνια των διωγμών αλλά παρέμειναν άγνωστοι στους μεταγενέστερους, καθιέρωσε τον εορτασμό των Α.Π. την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η… …

    Dictionary of Greek