πεντηκοστή

  • 11Великий пост — Битва между карнавалом и …

    Википедия

  • 12Великий Пост — Битва между карнавалом и постом. П. Брейгель ст. 1559 г. Антверпен, Брюссель. Тип христианский, церковный также …

    Википедия

  • 13μεσοπεντήκοστον — μεσοπεντήκοστον, τὸ (Μ) η Τετάρτη που βρίσκεται στο μέσο τού χρονικού διαστήματος από το Πάσχα έως την Πεντηκοστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + Πεντηκοστή] …

    Dictionary of Greek

  • 14πεντηκοστάριον — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες που ψάλλονται στο διάστημα από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι τη πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Συγκεκριμένα το «Π.» περιέχει τις ακολουθίες των κινητών… …

    Dictionary of Greek

  • 15πεντηκοστιανοί — οι εκκλ. προτεσταντική αίρεση την οποία ίδρυσε το 1907 ο Αμβρόσιος Τόμπλισον στο Κλήβελαντ τής πολιτείας Οχάιο τών ΗΠΑ και τής οποίας οι οπαδοί ονομάστηκαν έτσι από την Πεντηκοστή, δηλ. την ημέρα κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα στους… …

    Dictionary of Greek

  • 16χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …

    Dictionary of Greek

  • 17Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …

    Dictionary of Greek

  • 18Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 19пентикостарий — богослужебный обряд на время от пасхи до троицы , церк. Из ср. греч. πεντηκοστάριον – то же от πεντηκοστή троица . Ср. пятикостие …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 20пятидесятница — троица , церк., калька греч. πεντηκοστή (ηΏμερα) пятидесятый день после пасхи . Это слово было заимств. без перевода в др. русск., цслав. пѧтикостии ж., пѧтикостие (ср. р.) – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 147; Соболевский, РФВ 20, 259 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера