πεντηκοντάπαις
1πεντηκοντάπαις — consisting of fifty children masc/fem nom sg …
2πεντηκοντάπαις — παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μ αυτός που έχει πενήντα παιδιά αρχ. αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ ἀπ αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί παις)] …
3παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …