πεντηκοντα-στάτηρον
1ημιστάτηρον — ἡμιστάτηρον, τὸ (Α) μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατον στάτηρον, πεντηκοντα στάτηρον] …
1ημιστάτηρον — ἡμιστάτηρον, τὸ (Α) μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατον στάτηρον, πεντηκοντα στάτηρον] …