πεντηκοντα-λιτρος

  • 1πεντηκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. πεντά λιτρος] …

    Dictionary of Greek