πεντετηρίς
1πεντετηρίς — term of five years fem nom sg …
2πεντετηρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πενταετηρίς …
3πεντετηρίδα — πεντετηρίς term of five years fem acc sg …
4πεντετηρίδας — πεντετηρίς term of five years fem acc pl …
5πεντετηρίδες — πεντετηρίς term of five years fem nom/voc pl …
6πεντετηρίδος — πεντετηρίς term of five years fem gen sg …
7πεντετηρίδων — πεντετηρίς term of five years fem gen pl …
8πεντετηρίσι — πεντετηρίς term of five years fem dat pl …
9πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… …
10πρωκτοπεντετηρίς — ίδος, ἡ, Α η ανά πενταετία γιορτή τού πρωκτού, η πενταετηρίδα τής ακολασίας («ὅσην ἔχει τὴν πρωκτοπεντηρίδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + πεντετηρίς] …
- 1
- 2