πεντεκαιδέκατος
1πεντεκαιδέκατος — fifteenth masc nom sg …
2πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος …
3πεντεκαιδέκατον — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc acc sg πεντεκαιδέκατος fifteenth neut nom/voc/acc sg …
4πεντεκαιδεκάτη — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5πεντεκαιδεκάτην — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem acc sg (attic epic ionic) …
6πεντεκαιδεκάτης — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem gen sg (attic epic ionic) …
7πεντεκαιδεκάτου — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut gen sg …
8πεντεκαιδεκάτῃ — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem dat sg (attic epic ionic) …
9πεντεκαιδεκάτῳ — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut dat sg …
10πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος …
- 1
- 2