πεντα-δάκτυλος

  • 1τετραδάκτυλος — η, ο / τετραδάκτυλος, ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, η, ον, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα * +… …

    Dictionary of Greek

  • 2τριδάκτυλος — η, ο / τριδάκτυλος, ον ΝΑ, και τριδάχτυλος, η, ον, Ν αυτός που έχει τρία δάχτυλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τριδάκτυλος ζωολ. γένος μικρόσωμων γρύλλων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τριδακτυλίδες, που περιλαμβάνει 60 περίπου είδη τα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 3πενταδάκτυλος — Κοινή στη Μάνη ονομασία του Ταϋγέτου, γιατί κατά την παράδοση, σε έναν του βράχο αποτυπώθηκαν τα ίχνη των πέντε δαχτύλων του Ιησού. Π. Λέγεται και βουνό της Κύπρου, με πέντε κορυφές, από τις οποίες η υψηλότερη φτάνει τα 2.405 πόδια στην… …

    Dictionary of Greek

  • 4List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C …

    Wikipedia