πεντήκοντα

  • 91πεντηκοντάπαις — παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μ αυτός που έχει πενήντα παιδιά αρχ. αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ ἀπ αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 92πεντηκοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει ύψος, μήκος ή πλάτος πενήντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] …

    Dictionary of Greek

  • 93πεντηκοντάπλεθρος — και ποιητ. τ. πεντηκονταπέλεθρος, ον, Μ αυτός που έχει έκταση ίση με πενήντα πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλέθρον (πρβλ. δεκά πλεθρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 94πεντηκοντάπους — ουν, Α αυτός που έχει μήκος πενήντα ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δί πους] …

    Dictionary of Greek

  • 95πεντηκοντάρχης — ὁ, Μ ο πεντηκόνταρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + άρχης*] …

    Dictionary of Greek

  • 96πεντηκοντάχους — ουν και οος, οον, Α (για σιτάρι) αυτός που είναι πεντηκονταπλάσιος ως προς την απόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + χους (< χέω), πρβλ. επτά χους] …

    Dictionary of Greek

  • 97πεντηκοντάωρος — η, ο / πεντηκοντάωρος, ον ΝΜ αυτός που διαρκεί πενήντα ώρες ή αυτός που περιλαμβάνει χρονικό διάστημα πενήντα ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὥρα (πρβλ. πεντά ωρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 98πεντηκοντέρετμος — ον, Α (για πλοία) αυτός που έχει πενήντα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ἐρετμόν «κουπί» (πρβλ. πεντεκαιδεκ έρετμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 99πεντηκοντήρ — και πεντηκοστήρ, ῆρος, ὁ, Α (στον σπαρτιατικό στρατό) αυτός που διοικεί στρατιωτικό σώμα πενήντα αντρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντηκοστήρ < πεντηκοσ τύς, ενώ ο τ. πεντηκοντήρ έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το πεντήκοντα] …

    Dictionary of Greek

  • 100πεντηκονταέξ — Α άκλ. (απόλ. αριθμτ.) πενήντα έξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ἕξ] …

    Dictionary of Greek