πεντήκοντα
81πεντήντα — Α άκλ. (ως απόλ. αριθμτ.) βλ. πεντήκοντα …
82πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… …
83πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] …
84πεντηκονθήμερος — η, ο / πεντηκονθήμερος, ον, ΝΑ αυτός που διαρκεί πενήντα ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ημερών («πεντηκονθήμερος προθεσμία», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκονθήμερο χρονικό διάστημα πενήντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
85πεντηκοντάδα — η / πεντηκοντάς, άδος, ΝΜΑ σύνολο πενήντα ομοειδών πραγμάτων ή η ποσότητα τού αριθμού πενήντα, πενηντάδα αρχ. 1. ο αριθμός πενήντα 2. το πεντηκοστό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άδα / άς)] …
86πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα …
87πεντηκοντάκις — ΝΜ επίρρ. πενήντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + επιρρμ. κατάλ. κις*] …
88πεντηκοντάκολλος — ον, Α αυτός που απαρτίζεται από πενήντα φύλλα, κόλλες («πεντηκοντάκολλοι χάρται», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κόλλος (< κόλλα)] …
89πεντηκοντάλεπτο — το νόμισμα αξίας πενήντα λεπτών, δηλαδή το μισό τής δραχμής, το πενηνταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λεπτό] …
90πεντηκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. πεντά λιτρος] …