πεντήκοντα
121σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …
122σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …
123τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …
124τεσσαρακοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή ύψος ίσο με σαράντα πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντηκοντά πηχυς)] …
125τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… …
126τεσσαρακονταετηρίδα — η / τεσσαρακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων νεοελλ. η τεσσαρακοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ < έτος), πρβλ. πεντηκοντα ετηρίδα) …
127τεσσαρακονταμναίος — και αττ. τ. τετταρακονταμναῑος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία σαράντα μνων 2. αυτός που έχει βάρος σαράντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντηκοντα μναῖος] …
128τριάντα — οι, τα / τριάντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες νεοελλ. 1. με το αρθρ. τού ουδ. εν. ως ουσ.) το τριάντα α) ο αριθμός που αποτελείται από τρεις δεκάδες και η συμβολική παράσταση του β) καθετί που έχει τον …