πεντήκοντα
111πεντηκονταταλαντία — ἡ, Α ποσό πενήντα ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + τάλαντον (πρβλ. δεκα ταλαντία)] …
112πεντηκοντομέσοδμος — ον, ουδ. και πεντηκονταμέσοδμον, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (για οίκημα) αυτός που αποτελείται από πενήντα θαλάμους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκονταμέσοδμον «πολύστεγον αἱ γὰρ μεσόδμαι στέγαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μεσόδμη «δοκός»] …
113πεντηκοντοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φύλακας πενήντα ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + φύλαξ] …
114πεντηκοντούτης — ες / πεντηκοντούτης, ες, θηλ. και πεντηκοντοῡτις, ιδος, ΝΑ αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης αρχ. αυτός που διαρκεί πενήντα έτη, αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πεντηκοντοέτης < πεντήκοντα + ετης… …
115πεντηκοντόγυος — ον, Α αυτός που έχει έκταση πενήντα στρεμμάτων, αυτός που αποτελείται από πενήντα πλέθρα καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + γύης «μονάδα μετρήσεως έκτασης»] …
116πεντηκοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει βάθος ή ύψος ή εύρος πενήντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] …
117πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… …
118πεντηκόνταρχος — ο, ΝΑ (στην αρχαία Αθήνα) ο πέμπτος στην ιεραρχία αξιωματικός πολεμικού πλοίου ο οποίος διοικούσε σώμα από πενήντα άνδρες και βοηθούσε τον τριήραρχο στην επιτέλεση τού έργου του αρχ. διοικητής, αρχηγός στρατιωτικού σώματος πενήντα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ …
119πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους …
120προσβοηθώ — έω, ιων. τ. προσβωθέω Α τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.) …