πεντήκοντα
101πεντηκονταετής — ές / πεντηκονταετής, ές και αττ. τ. πεντηκονταέτης, ες, θηλ. και πεντηκονταέτις, ιδος, ΝΑ 1. αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης 2. αυτός που διαρκεί πενήντα χρόνια ή αυτός που θεωρείται ότι θα διαρκέσει πενήντα χρόνια… …
102πεντηκονταετηρίδα — η / πεντηκονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, πεντηκονταετία νεοελλ. η πεντηκοστή επέτειος κάποιου σημαντικού γεγονότος καθώς και η γιορτή που γίνεται για την επέτειο αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ετηρίς (< έτηρος… …
103πεντηκοντακάρηνος — και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, ον, Α αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι κάρηνος)] …
104πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] …
105πεντηκοντακαιτριέτης — ες, Α αυτός που διαρκεί πενήντα τρία χρόνια ή αυτός που περιλαμβάνει χρονικό διάστημα πενήντα τριών ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα και τρία + έτης (< ἔτος)] …
106πεντηκονταμηναίος — και πεντηκονταμηνιαῑος, α, ον, Μ αυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + αῖος* (πρβλ. τρι μηναῖος)] …
107πεντηκονταμναίος — ον, ΜΑ αυτός που έχει βάρος πενήντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μνα ῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντα μναίος] …
108πεντηκονταπλάσιος — α, ο ο πενήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο ή ο αυξημένος κατά πενήντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλάσιος*] …
109πεντηκονταστάτηρον — τὸ, Α αντικείμενο πενήντα στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + στατήρ, ῆρος (πρβλ. τρι στάτηρος)] …
110πεντηκοντατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] …