πενιχρός
1πενιχρός — poor masc nom sg …
2πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… …
3πενιχρός — ή, ό 1. φτωχικός: Πενιχρά ρούχα. 2. λιγοστός, ανεπαρκής: Πενιχρά έσοδα. 3. ασήμαντος, μικρής αξίας: Πενιχρά τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής μας δουλειάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πενιχρά — πενιχρός poor neut nom/voc/acc pl πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc/acc dual πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5πενιχρότερον — πενιχρός poor adverbial comp πενιχρός poor masc acc comp sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc comp sg …
6πενιχροτέραις — πενιχρός poor fem dat comp pl πενιχροτέρᾱͅς , πενιχρός poor fem dat comp pl (attic) …
7πενιχρῶν — πενιχρός poor fem gen pl πενιχρός poor masc/neut gen pl …
8πενιχρόν — πενιχρός poor masc acc sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc sg …
9πενιχραῖς — πενιχρός poor fem dat pl …
10πενιχραί — πενιχρός poor fem nom/voc pl …