πενθερός
1πενθερός — father in law masc nom sg …
2πενθερός — ὁ, ΝΜΑ βλ. πεθερός …
3πενθεροῖς — πενθερός father in law masc dat pl …
4πενθεροί — πενθερός father in law masc nom/voc pl …
5πενθεροῦ — πενθερός father in law masc gen sg …
6πενθερούς — πενθερός father in law masc acc pl …
7πενθερέ — πενθερός father in law masc voc sg …
8πενθερῷ — πενθερός father in law masc dat sg …
9πενθερόν — πενθερός father in law masc acc sg …
10πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …
Страницы