πενία

  • 71πενιχρότητα — η / πενιχρότης, ητος, ΝΑ [πενιχρός] νεοελλ. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού πενιχρού αρχ. πενία …

    Dictionary of Greek

  • 72σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …

    Dictionary of Greek

  • 73σιδηροπενία — η, Ν ιατρ. έλλειψη σιδήρου στους ιστούς που διαγιγνώσκεται με τον προσδιορισμό τού σιδήρου στον ορό τού αίματος και εκδηλώνεται με το σιδηροπενικό σύνδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πενία «έλλειψη, ένδεια»] …

    Dictionary of Greek

  • 74στενοτεία — ἡ, Α [στενότης] φτώχεια, πενία …

    Dictionary of Greek

  • 75συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …

    Dictionary of Greek

  • 76τροφοπενία — η, Ν (φυτοπαθολ.) ασθένεια που προκαλείται από την έλλειψη στο έδαφος ή στο θρεπτικό υπόστρωμα, ή ακόμη από την ύπαρξη σε μη αφομοιώσιμη μορφή, ενός ή περισσότερων από τα θρεπτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διατροφή ενός φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 77φτώχεια — η / πτωχεία, ΝΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α η κατάσταση τού φτωχού, η στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή, ένδεια, πενία (α. «μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια» β. «ὅς ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηίην ἀπῑκται ἐπὶ γήραος οὐδῷ», Ηρόδ.) 2. (κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 78φώλι — το, Ν [φωλιά] 1. γνήσιο ή τεχνητό αβγό το οποίο τοποθετούν μέσα στη φωλιά κότας για να προσελκύεται και να γεννά αβγά, απότοκο, προσφώλι 2. φρ. «ούτε φώλι ούτε προσφώλι» παντελής πενία …

    Dictionary of Greek

  • 79χέρνα — και χέρνη, ἡ, Α πενία, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τής λ. χερνής*] …

    Dictionary of Greek

  • 80χαλκοπενία — η, Ν ιατρ. κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη χαλκού, στοιχείου απαραίτητου για την οξείδωση και την απορρόφηση τού σιδήρου και τής βιταμίνης C κατά την πέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + πενία] …

    Dictionary of Greek