πεμπάζομαι
1πεμπάζομαι — πεμπάζω count on the five fingers pres ind mp 1st sg …
2αναπεμπάζομαι — ἀναπεμπάζομαι (Α) υπολογίζω εκ νέου, αναλογίζομαι, μελετώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πεμπάζομαι «μετρώ στα πέντε δάχτυλα». ΠΑΡ. μσν. ἀναπεμπασμός] …