πεμπτήρ
1πεμπτῆρ' — πεμπτῆρα , πεμπτήρ masc acc sg πεμπτῆρι , πεμπτήρ masc dat sg πεμπτῆρε , πεμπτήρ masc nom/voc/acc dual …
2πεμπτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, πομπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπω + επίθημα τήρ (πρβλ. λαμπ τήρ)] …
3πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …
4πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός …