πεμπτός
1πεμπτός — sent masc nom sg …
2πέμπτος — fifth masc nom sg …
3πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… …
4πεμπτός — ή, ό / πεμπτός, ή, όν, ΝΑ [πέμπω] σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.) …
5πέμπτος — η, ο αυτός που έρχεται στη σειρά μετά τον τέταρτο: Πέμπτος όροφος, πέμπτη τάξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6πέμπτα — πέμπτος fifth neut nom/voc/acc pl πέμπτᾱ , πέμπτος fifth fem nom/voc/acc dual πέμπτᾱ , πέμπτος fifth fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7πεμπτόν — πεμπτός sent masc acc sg πεμπτός sent neut nom/voc/acc sg …
8πέμπται — πέμπτος fifth fem nom/voc pl πέμπτᾱͅ , πέμπτος fifth fem dat sg (doric aeolic) …
9πέμπτον — πέμπτος fifth masc acc sg πέμπτος fifth neut nom/voc/acc sg …
10πέμπτων — πέμπτος fifth fem gen pl πέμπτος fifth masc/neut gen pl …