πελώριος
1πελώριος — the mighty things masc/fem nom sg …
2πελώριος — ια, ιο / πελώριος και τελώριος, ον, ΝΑ 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει μέγεθος πελώρου, τεράστιος, μεγαλόσωμος, υπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός 2. (για άψυχα και αφηρ.) κολοσσιαίος, γιγάντιος, μεγαλειώδης (α. «πελώριο οικοδόμημα» β. «πελώριον… …
3πελώριος — α, ο (από το πέλωρ = τέρας ), ο πολύ μεγάλος, ο τεράστιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πελώριον — πελώριος the mighty things masc/fem acc sg πελώριος the mighty things neut nom/voc/acc sg …
5γιγαντένιος, -ια, -ιο — πελώριος: Έχει γιγαντένια δύναμη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6πελωρίοις — πελώριος the mighty things masc/fem/neut dat pl …
7πελωρίου — πελώριος the mighty things masc/fem/neut gen sg …
8πελωρίους — πελώριος the mighty things masc/fem acc pl …
9πελωρίῳ — πελώριος the mighty things masc/fem/neut dat sg …
10πελώρια — πελώριος the mighty things neut nom/voc/acc pl …