πελόμεσθα

  • 1πελόμεσθα — πέλω come into existence pres ind mp 1st pl πέλω come into existence imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες …

    Dictionary of Greek