πελεκ-άω

  • 1-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …

    Dictionary of Greek

  • 2κιβιτάνος — και τσιβιτάνος, ὁ (Μ) φρούραρχος, καστροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. civitas «πόλις» + κατάλ. άνος (< λατ. anus), πρβλ. βετερ άνος, πελεκ άνος] …

    Dictionary of Greek

  • 3πέλεκκον — τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α η λαβή τού πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέλεκ F ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < *λάκFος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… …

    Dictionary of Greek

  • 5πελεκούδα — η το πελεκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πελεκ ίδα < πελεκώ] …

    Dictionary of Greek