πελαγισμός
1πελαγισμός — ὁ, Α [πελαγίζω] 1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος 2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος …
2πελαγισμῶν — πελαγισμός being at sea masc gen pl …
1πελαγισμός — ὁ, Α [πελαγίζω] 1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος 2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος …
2πελαγισμῶν — πελαγισμός being at sea masc gen pl …