πελέκι
1πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… …
2πελέκι — το τσεκούρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3πελεκίνοις — πελεκί̱νοις , πελεκῖνος pelican masc dat pl …
4πελεκίνου — πελεκί̱νου , πελεκῖνος pelican masc gen sg …
5πελεκίνους — πελεκί̱νους , πελεκῖνος pelican masc acc pl …
6πελεκίνων — πελεκί̱νων , πελεκῖνος pelican masc gen pl …
7πελεκίνῳ — πελεκί̱νῳ , πελεκῖνος pelican masc dat sg …
8πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …
9βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …
10βουπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) 1. η βουκέντρα 2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)] …