1Πελάσγιος — ον, Α [Πελασγός] πελασγικός …
Dictionary of Greek
2Πελάσγιος — Πελασγικός masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] …
Dictionary of Greek