πεισί-βροτος

  • 1πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …

    Dictionary of Greek

  • 2πεισίβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τούς κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» το σκήπτρο, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + βροτός] …

    Dictionary of Greek