-
1 πεισματάρης
[пизматарис] ουσ. а. упрямец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεισματάρης
-
2 упрямый
-
3 норов
норовм разг ἡ ίσχυρογνωμοσύνη, τό πείσμα, ἡ δυστροπία:человек с \норовом ἄνθρωπος πεισματάρης, ἰσχυρογνώμων. -
4 тесать
тесатьнесов πελεκώ (тж. дерево), λαξεύω· ◊ хоть кол на голове теши πεισματάρης σάν μουλάρι. -
5 упрямец
упря||мецм разг ὁ πεισματάρης, ὁ ἰσχυρογνώμων. -
6 упрямый
упря||мыйприл πεισματάρης, ἰσχυρογνώμων, πείσμων, ἐπίμονος, ξεροκέφαλος:\упрямыймая лошадь τό πεισματάρικο ἄλογο. -
7 упрямец
[ουπργιάμιτς] ουσ. α. πεισματάρης -
8 упрямый
[ουπργιάμυϊ] εκ. πεισματάρης -
9 упрямец
[ουπργιάμιτς] ουσ α πεισματάρης -
10 упрямый
[ουπργιάμυϊ] επ πεισματάρης -
11 капризник
-а α.-ца, -ы θ.καπριτσόζος, -α, πεισματάρης, -α, ιδιότροπος, παράξενος. -
12 ломака
-и α. κ. θ. πεισματάρης, -α, ιδιότροπος, -η, καπριτσόζος, -α. -
13 ломливый
επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.) πεισματάρης, -ρικος, ιδιότροπος, καπριτσόζος, -ζικος. -
14 осёл
осла α. γάιδαρος, όνος•осёл ревт ο γάιδαρος γκαρίζει.
|| υβρ. κουτός, ανόητος καπριτσόζος, πεισματάρης. -
15 причудник
-а α.-ца, -ы θ.καπριτσόζος, -α, πεισματάρης, -α. -
16 упрямец
-мца α.-мица, -ы θ.πεισματάρης-а, πείσμονας, -η, ισχυρογνώμονας, -η, καπρ ιτσόζος, -α. -
17 упрямый
επ. βρ: упрям, -а, -оπείσμονας, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, σκληροκέφαλος-καπριτσόζος• πεισματικός•упрямый бык πεισματικό βόδι•
упрямый мальчик πεισματάρικο παιδάκι.
См. также в других словарях:
πεισματάρης — α, ικο, θηλ. και πεισματάρισσα αυτός που έχει πολύ πείσμα, πείσμονας, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα (Ι), ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. νοικ άρης)] … Dictionary of Greek
πεισματάρης, -α, -ικο — αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμονας, κεφάλι αγύριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
αγριομούλαρο — το 1. άγριο, ατίθασο μουλάρι 2. (για πρόσωπα) πεισματάρης, ανυπότακτος, αγροίκος, άξεστος … Dictionary of Greek
αγροίκητος — η, ο 1. (με παθ. σημασία) αυτός που δεν ακούγεται ή που δεν μπορεί να ακουστεί 2. που ακούγεται για πρώτη φορά, παράξενος, ακατάληπτος 3. (με ενεργ. σημασία) αυτός που δεν υπακούει, απείθαρχος, πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγροικητὸς < ἀγροικώ.… … Dictionary of Greek
αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
αιρεσιάρης — και ρεσιάρης, α, ικο [αίρεση] ιδιότροπος, κακότροπος, πεισματάρης … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek
βαρυκέφαλος — και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, η, ο (Α βαρυκέφαλος, ον) αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι νεοελλ. 1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο 2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος 3. ο ισχυρογνώμονας, ο… … Dictionary of Greek
βαρύγνωμος — η, ο 1. βαρύθυμος, αγανακτισμένος 2. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 3. αυτός που αργεί να κατανοήσει κάτι 4. το ουδ. ως ουσ. το βαρύγνωμο το παράπονο … Dictionary of Greek
βερβέριον — βερβέριον, το (Α) τριμμένο, παλιό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι… … Dictionary of Greek