Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πεισματάρης

См. также в других словарях:

  • πεισματάρης — α, ικο, θηλ. και πεισματάρισσα αυτός που έχει πολύ πείσμα, πείσμονας, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα (Ι), ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. νοικ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • πεισματάρης, -α, -ικο — αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμονας, κεφάλι αγύριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • αγριομούλαρο — το 1. άγριο, ατίθασο μουλάρι 2. (για πρόσωπα) πεισματάρης, ανυπότακτος, αγροίκος, άξεστος …   Dictionary of Greek

  • αγροίκητος — η, ο 1. (με παθ. σημασία) αυτός που δεν ακούγεται ή που δεν μπορεί να ακουστεί 2. που ακούγεται για πρώτη φορά, παράξενος, ακατάληπτος 3. (με ενεργ. σημασία) αυτός που δεν υπακούει, απείθαρχος, πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγροικητὸς < ἀγροικώ.… …   Dictionary of Greek

  • αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αιρεσιάρης — και ρεσιάρης, α, ικο [αίρεση] ιδιότροπος, κακότροπος, πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… …   Dictionary of Greek

  • βαρυκέφαλος — και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, η, ο (Α βαρυκέφαλος, ον) αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι νεοελλ. 1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο 2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος 3. ο ισχυρογνώμονας, ο… …   Dictionary of Greek

  • βαρύγνωμος — η, ο 1. βαρύθυμος, αγανακτισμένος 2. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 3. αυτός που αργεί να κατανοήσει κάτι 4. το ουδ. ως ουσ. το βαρύγνωμο το παράπονο …   Dictionary of Greek

  • βερβέριον — βερβέριον, το (Α) τριμμένο, παλιό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»