πεισι-θάνατος

  • 1πεισιθάνατος — η, ο / πεισιθάνατος, ον, ΝΜΑ αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο αρχ. επίθετο τού Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ.… …

    Dictionary of Greek