πειρατής

  • 1πειρατής — πειρᾱτής , πειρατής brigand masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… …

    Dictionary of Greek

  • 3πειρατής — ο ο ληστής στη θάλασσα, ο κουρσάρος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4Αλλαμός — Πειρατής και τυχοδιώκτης από την Κρήτη. Συνεργάστηκε με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πισκατόρε και τους Γενοβέζους για την κατοχή των ακτών της Κρήτης. Με τη βοήθεια του Α., ο Πισκατόρε κατόρθωσε να υποτάξει τους Κρητικούς και να υποχρεώσει τη… …

    Dictionary of Greek

  • 5πειρατά — πειρᾱτά̱ , πειρατής brigand masc nom/voc/acc dual πειρᾱτά , πειρατής brigand masc voc sg πειρᾱτά , πειρατής brigand masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6Peiratis Laganas Zakynthos — Football club infobox clubname = Peiratis Laganas Zakynthos Πειρατής Λαγανά Ζακύνθου nickname = fullname = founded = 2006 ground = Zakynthos, Greece capacity = chairman = manager = league = Zakynthos Football Club Association season = 2006 07… …

    Wikipedia

  • 7πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές …

    Dictionary of Greek

  • 8προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] …

    Dictionary of Greek

  • 9Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …

    Dictionary of Greek