πειρατής

  • 111ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… …

    Dictionary of Greek

  • 112λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… …

    Dictionary of Greek

  • 113μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …

    Dictionary of Greek

  • 114μπαντίδος — ο (Μ μπαντίδος και παντίδος) καταδικασμένος σε εξορία, φυγάς νεοελλ. 1. πειρατής καταδρομέας, κουρσάρος 2. ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandito < bandire «επικηρύσσω»] …

    Dictionary of Greek

  • 115πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… …

    Dictionary of Greek

  • 116περίδινος — ὁ, ἡ, Α 1. περιπλανώμενος 2. πειρατής («περίδ[ε]ινον πειρατήν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δινος (< δίνη), πρβλ. σκοτό δινος] …

    Dictionary of Greek

  • 117Αλκιμέδων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας της Αρκαδίας. Η κόρη του Φιαλώ –σύμφωνα με άλλη εκδοχή Φιλλώ– συνδέθηκε με τον Ηρακλή από τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί. O Α. απομόνωσε τη μητέρα και το παιδί σε ένα άγονο βουνό, για να πεθάνουν από ασιτία …

    Dictionary of Greek

  • 118Αμισόδαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ηγεμόνας των Λυκίων, πατέρας του Ατύμνιου και του Μάριδα, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην Τροία από τους γιους του Νηλέα. Πίστευαν ότι είχε αναθρέψει το τέρας Χίμαιρα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν πειρατής. Σε αυτό το κυκλαδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 119Βέργας — Επώνυμο αδελφών, εθνικών αγωνιστών, από τον Μοχό (νομός Ηρακλείου) της Κρήτης (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Πολύ πριν αρχίσει η Επανάσταση, ο Γεώργιος Β. είχε σκοτώσει έξι Τούρκους και για τον λόγο αυτό τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 120Γιαννούλης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από την Άνδρο. Πολέμησε επικεφαλής σώματος 200 ενόπλων, το οποίο συντηρούσε με δικά του έξοδα, στην Κάρυστο και στην Τρίπολη με εντολή του Υψηλάντη και στην Αθήνα υπό τις διαταγές του Φαβιέρου.… …

    Dictionary of Greek