πειρατής

  • 101pirata — (Del lat. pirata < gr. peirates, bandido.) ► adjetivo 1 De la piratería. 2 Que es clandestino o no está autorizado: ■ copia pirata; radio pirata. ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino 3 Que roba en el mar: ■ le gusta leer novelas de… …

    Enciclopedia Universal

  • 102αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… …

    Dictionary of Greek

  • 103αλήμων — ἀλήμων ( ονος), ο, η (Α) 1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας 2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης 3. πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι». ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 104αλγερινός — ή, ό και αλγερινός, αλτζερίνος 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλγερία 2. αυτός που προέρχεται από την Αλγερία 3. ως ουσ. ο κάτοικος τής Αλγερίας ή όποιος κατάγεται από αυτήν 4. πειρατής, κουρσάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλγερία. ΠΑΡ. νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 105αλιφθόρος — ἁλιφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει στη θάλασσα, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + φθόρος < φθείρω. ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφθορία] …

    Dictionary of Greek

  • 106κολοκυνθοπειρατής — κολοκυνθοπειρατής, ὁ (Α) πειρατής που πλέει σε πλοίο από κολοκύνθη …

    Dictionary of Greek

  • 107κουρσάρης — και κουρσάριος, ὁ (Μ) πειρατής, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus] …

    Dictionary of Greek

  • 108κουρσάρος — Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική). * * * και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος) 1. πειρατής, ληστής 2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ.… …

    Dictionary of Greek

  • 109κουρσευτής — ο [κουρσεύω (Ι)] αυτός που κουρσεύει, πειρατής, κουρσάρος …

    Dictionary of Greek

  • 110ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] …

    Dictionary of Greek