πειράζω
1πειράζω — make proof pres subj act 1st sg πειράζω make proof pres ind act 1st sg …
2πειράζω — πειράζω, πείραξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. πειράζει) …
3πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …
4πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πειράζετε — πειράζω make proof pres imperat act 2nd pl πειράζω make proof pres ind act 2nd pl πειράζω make proof imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6πειράζῃ — πειράζω make proof pres subj mp 2nd sg πειράζω make proof pres ind mp 2nd sg πειράζω make proof pres subj act 3rd sg …
7πειραζομένων — πειράζω make proof pres part mp fem gen pl πειράζω make proof pres part mp masc/neut gen pl …
8πειραζόμεθα — πειράζω make proof pres ind mp 1st pl πειράζω make proof imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
9πειραζόμενον — πειράζω make proof pres part mp masc acc sg πειράζω make proof pres part mp neut nom/voc/acc sg …
10πειραζόντων — πειράζω make proof pres part act masc/neut gen pl πειράζω make proof pres imperat act 3rd pl …