πειράζω

  • 101πειράσει — πείρασις attempt fem nom/voc/acc dual (attic epic) πειράσεϊ , πείρασις attempt fem dat sg (epic) πείρασις attempt fem dat sg (attic ionic) πειρά̱σει , πειράω attempt aor subj act 3rd sg (attic epic) πειρά̱σει , πειράω attempt aor subj act 3rd sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 102πειράσηι — πείρασις attempt fem dat sg (epic) πειρά̱σῃ , πείρω pierce aor part act fem dat sg (attic epic ionic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj mid 2nd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj act 3rd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 103πειράσουσιν — πειρά̱σουσιν , πειράω attempt aor subj act 3rd pl (attic epic) πειρά̱σουσιν , πειράω attempt aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) πειρά̱σουσιν , πειράω attempt fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πειρά̱σουσιν , πειράω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 104πειράσω — πειρά̱σω , πειράω attempt aor subj act 1st sg (attic) πειρά̱σω , πειράω attempt aor subj act 1st sg (doric aeolic) πειρά̱σω , πειράω attempt fut ind act 1st sg (attic) πειρά̱σω , πειράω attempt fut ind act 1st sg (doric aeolic) πειράζω make proof …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 105πειράσῃ — πειράσηι , πείρασις attempt fem dat sg (epic) πειρά̱σῃ , πείρω pierce aor part act fem dat sg (attic epic ionic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj mid 2nd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt aor subj act 3rd sg (attic) πειρά̱σῃ , πειράω attempt …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 106πειρῶν — πεῑρῶν , πεῖρα trial fem gen pl πειρά sharp point fem gen pl πειράω attempt pres part act masc voc sg πειράω attempt pres part act neut nom/voc/acc sg πειράω attempt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πειράω attempt pres part act masc… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 107πεπείρασθε — πεπείρᾱσθε , πειράω attempt perf imperat mp 2nd pl (attic) πεπείρᾱσθε , πειράω attempt perf ind mp 2nd pl (attic) πεπείρᾱσθε , πειράω attempt perf imperat mp 2nd pl (doric aeolic) πεπείρᾱσθε , πειράω attempt perf ind mp 2nd pl (doric aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 108καταπειράζω — (Α) (επιτ. τ. τού πειράζω*) 1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.) 2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 109πείραγμα — το [πειράζω] (κυριολ. και μτφ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πειράζω 2. το άγγιγμα, η ψαύση («και το παραμικρό πείραγμα μαραίνει τα λουλούδια») 3. πράξη ή λόγος με τον οποίο ενοχλεί, πειράζει ή θέλει να πειράξει κανείς κάποιον 4. αστεϊσμός …

    Dictionary of Greek

  • 110χαμοπειράζω — Ν (στην ποίηση) πειράζω κάπως κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + πειράζω] …

    Dictionary of Greek