-
1 πεθερός
[пэтэрос] ουσ. а. тесть, свёкорΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεθερός
-
2 свёкор
-
3 тесть
-
4 свекор
свекорм ὁ πεθερός. -
5 тесть
тестьм ὁ πεθερός:\тесть и теща τά πε-θερικά. -
6 свекор
[σβιόκαρ] ουσ. α πεθερός -
7 тесть
[τιέστ'] ουσ. α πεθερός -
8 свекор
[σβιόκαρ] ουσ α πεθερός -
9 тесть
[τιέστ'] ουσ α πεθερός -
10 свёкор
-кра α. ο πεθερός της νύφης δηλ. ο πατέρας του συζύγου. -
11 снохач
-а α.πεθερός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη νύφη. -
12 тесть
-я α.ο πεθερός (ο πατέρας της συζύγου).
См. также в других словарях:
πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… … Dictionary of Greek
πεθερός — ο θηλ. πεθερά για το σύζυγο ο πατέρας και η μητέρα της συζύγου, για τη σύζυγο ο πατέρας και η μητέρα του συζύγου: Αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να χει ο πεθερός (παροιμ. φράση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… … Dictionary of Greek
μητριά — η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά) η δεύτερη σύζυγος τού πατέρα σε σχέση με τα παιδιά τής πρώτης συζύγου, θετή μητέρα νεοελλ. μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά… … Dictionary of Greek
πεθερικός — ή, ό [πεθερός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεθερό ή στην πεθερά («στο σπίτι το πεθερικο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεθερικά α) ο πεθερός και η πεθερά μαζί β) το σπίτι και η οικογένεια τού πεθερού («θα κάνουμε επίσκεψη στα πεθερικά… … Dictionary of Greek
υκερός — ὁ, θηλ. ὑκερά, Α πεθερός, πεθερά, ἑκυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑκυρός* «πεθερός» με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia
Ιππομέδων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ταλαού ή του Αριστόμαχου, αδελφός ή ανιψιός του Αδράστου. Καταγόταν από το Άργος ή τις Μυκήνες. Έμενε σε ένα χωριό κοντά στη Λέρνα και διακρινόταν για τη σωματική ανάπτυξη και τη δύναμή του. Πήρε μέρος στην… … Dictionary of Greek